- περισπαστικός
- περισπαστικόςdistractingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισπαστικός — ή, όν, Α [περισπώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περισπασμό, στην απασχόληση τής προσοχής σε άλλο αντικείμενο, διαφορετικό από το κυρίως ενδιαφέρον έργο, αυτός που προκαλεί περισπασμό, απομάκρυνση από την κύρια εργασία («ἡ μουσικὴ δύναμιν… … Dictionary of Greek
περισπαστικά — περισπαστικός distracting neut nom/voc/acc pl περισπαστικά̱ , περισπαστικός distracting fem nom/voc/acc dual περισπαστικά̱ , περισπαστικός distracting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπαστικόν — περισπαστικός distracting masc acc sg περισπαστικός distracting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπαστικήν — περισπαστικός distracting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)